- εύρυνση
- [-ις (-εως)] η расширение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εύρυνση — η το να καταστεί κάτι ευρύτερο, η διαπλάτυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
εύρυνση — η διαπλάτυνση, μεγάλωμα των διαστάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… … Dictionary of Greek
οπισθόθολος — ο 1. θόλος που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα θύρας ή παραθύρου, που το καμπύλο τμήμα τής όψης του διαφέρει από το καμπύλο τμήμα τού βάθους 2. θόλος θύρας ή παραθύρου με τοξοειδές ανώφλι ο οποίος περιορίζει από πάνω την εύρυνση τής θύρας ή τού… … Dictionary of Greek
πλατυσμός — ο, ΝΜΑ [πλατύνω] πλάτυνοη, εύρυνση μσν. μτφ. ευρύτητα («καὶ ὁ πλατυσμὸς καὶ τὰ κυριώτερα μέρη ταύτης, τῆς σχεδὸν ἀπείρου ἀρχῆς», Καισάρ. Δαπ.) αρχ. 1. ευρύς, ανοιχτός χώρος («καὶ ἐξήγαγε με εἰς πλατυσμόν», ΠΔ) 2. μτφ. καύχηση, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek